- ξενολόγους
- ξενόλογοςenlisting mercenariesmasc/fem acc plξενολόγοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενολόγος — ξενολόγος, ον (Α) αυτός ο οποίος στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον μετὰ πολλῶν χρημάτων», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λόγος*] … Dictionary of Greek